βόστρυχον

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

German (Pape)

[Seite 454] τό, = folgdm; plur. τὰ βόστρυχα Paul. Sil. 34. 41 (V, 260 VI, 71).

Russian (Dvoretsky)

βόστρῠχον: τό только pl. Anth. = βόστρυχος.