χηραιότης

Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ότητος, ἡ, Α
η κατάσταση της χηρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χηραῖος, κατά το γεραιότης].