χρυσούατος

Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with ears or handles of gold, τρίπους Hom.Fr.17.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenen Ohren, Henkeln, Hom. frg. 8, 68.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς ἐκ χρυσοῦ, Ὁμήρου Ἀποσπ. 68.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. μον-ούατος].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσούᾰτος: с золотыми ушками (ручками) Hom.