χρυσοστεφής

Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, = foreg., γέρας meed    A of a golden crown, S. Ichn.45, cf. PMag.Par.1.2271; winner of a golden crown, PLond.3.1243.4 (iii A. D.).

Spanish

que lleva una corona de oro

Greek Monolingual

-ές, Α
στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στεφής (< στέφος τὸ < στέφω), πρβλ. λευκο-στεφής].