χρυσοκόρυμβος

Revision as of 10:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with golden clusters, κισσός Dsc.Eup.1.69.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσούς κορύμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόρυμβος (πρβλ. κισσο-κόρυμβος)].