ἀγανακτητός

Revision as of 11:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A vexatious, Pl.Grg. 511b.

German (Pape)

[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d’ἀγανακτέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
enfadoso, molesto οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.Grg.511b.

Greek Monotonic

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγανακτέω, ενοχλητικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰνακτητός: досадный, неприятный, вызывающий негодование, возмутительный Plat.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀγανακτέω
irritating, Plat.