ἀγανακτητός

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰνακτητός Medium diacritics: ἀγανακτητός Low diacritics: αγανακτητός Capitals: ΑΓΑΝΑΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aganaktētós Transliteration B: aganaktētos Transliteration C: aganaktitos Beta Code: a)ganakthto/s

English (LSJ)

ἀγανακτητή, ἀγανακτητόν, vexatious, Pl.Grg. 511b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
enfadoso, molesto οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.Grg.511b.

German (Pape)

[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d'ἀγανακτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰνακτητός: досадный, неприятный, вызывающий негодование, возмутительный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.

Greek Monotonic

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγανακτέω, ενοχλητικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀγανακτέω
irritating, Plat.