ἀγανακτέω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
properly in physical sense,
A feel a violent irritation, of the effects of cold on the body, Hp.Liqu.2, cf. Heliod. ap. Orib.46.7.8; of wine, ferment, Plu.2.734e; so metaph., ζεῖ τε καὶ ἀ., of the soul, Pl.Phdr.251c.
II metaph., to be displeased, be vexed, μηδ' ἀγανάκτει Ar.V.287; esp. show outward signs of grief, κλάων καὶ ἀ. Pl.Phd. 117d; τὰ σπλάγχν' ἀγανακτεῖ Ar.Ra.1006, etc.; ἀ. ἐνθυμούμενος.. And.4.18:—foll. by a relat., ἀ. ὅτι.. Antipho 4.2.1, Lys. 3.3; ἀ. εἰ... ἐάν.. And.1.139, Pl.La.194a.
2 c. dat. rei, to be vexed at a thing, θανάτῳ Pl.Phd. 63b, etc.; c. acc. neut., ib.64a; ἀ. ταῦτα, ὅτι.. Id.Euthphr.4d; ἀ. ἐπί τινι Lys.1.1, Isoc.16.49, etc.; ὑπέρ τινος Pl.Euthd.283e, etc.; περί τινος Id.Ep.349d; διά τι Id.Phd.63c; πρός τι Epict.Ench.4, M.Ant.7.66; and sometimes c. gen. rei, AB334.
3 to be vexed at or be vexed with a person, τινί X.HG5.3.11; πρός τινα Plu.Cam.28, Diog.Oen.68; κατά τινος Luc.Tim.18:—c. part., to be angry at, ἀ. ἀποθνῄσκοντας Pl.Phd. 62e, cf. 67d.
III Med. in act. sense, aor. part. -ησάμενος Luc.Somn.4; prob. in Palaeph.40; ἠγανάκτηνται τῷ πράγματι Hyp.Fr.70.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνακτέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1estremecerse por el frío, Hp.Liqu.2, cf. Heliod. en Orib.46.7.8
•fig., del alma estremecerse, agitarse ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ (cuando le salen las alas), Pl.Phdr.251c.
2 de líquidos agitarse, burbujear del agua, LXX Sap.5.22, del vino, Plu.2.734e.
II irritarse, enojarse, indignarse, enfadarse Stesich.2.6A., Th.8.43, 66, Luc.Somn.14
•indicando el motivo c. ὅτι, εἰ enfadarse porque, de que ταῦτα ἀγανακτεῖ ὁ πατήρ ... ὅτι ... Pl.Euthphr.4d, cf. Antipho 4.2.1, Lys.3.3, And.Myst.139, Pl.La.194b
•expr. la causa c. otras constr.: c. dat. θανάτῳ Pl.Phd.63b, τῇ τόλμῃ αὐτῶν X.HG 5.3.3, τῷ συμβάντι Aen.Tact.15.9, τῷ ὁμίλῳ D.C.18.3, c. ac. ἀ. ὅ πάλαι προυθυμοῦντο Pl.Phd.64a, c. gen. τῶν τειχῶν καθῃρημένων Lys.14.39, cf. AB 334, c. dif. constr. prep. ἐπί τοῖς γεγενημένοις Lys.1.1, cf. Isoc.16.49, ἐφ' οἷς διετελοῦντο ἐν τοιούτῳ ἱερῷ UPZ 8.20 (II a.C.), cf. LXX Sap.12.27, ὑπὲρ τῶν παιδικῶν Pl.Euthd.283e, περί τῶν τότε πραχθέντων Pl.Ep.349d, διὰ ταῦτα Pl.Phd.63c, πρὸς τὰ γινόμενα Epict.Ench.4, πρὸς τὴν κακίαν M.Ant.7.66, πρὸς τούτοις Pall.V.Chrys.1.107
•c. part. predic. ἀγανακτεῖν ἀποθνῄσκοντας enfadarse por tener que morir Pl.Phd.62e, cf. 67d
•c. compl. de pers. en ac. o constr. prep. enojarse, indignarse con ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτόν LXX 4Ma.4.21, πρός αὐτούς Plu.Cam.28, κατ' αὐτῶν LXX Sap.5.22, τί οὖν ἀγανακτεῖς κατ' αὐτῶν; Luc.Tim.18, περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν Eu.Matt.20.24
•en v. med. mismos sent., abs. μηδ' οὕτω σεαυτὸν ἔσθιε μηδ' ἀγανάκτει no te reconcomas ni te enfurezcas Ar.V.287, cf. Hyp.Fr.70
•a veces por el cont. irritarse expresando la queja, expresar la indignación κλάων καὶ ἀγανακτῶν Pl.Phd.117d, τὰ σπλάγχν' ἀγανακτεῖ Ar.Ra.1006.
German (Pape)
[Seite 8] (gew. von ἄγανἀκτός oder ἄγανἄχθος?), in Aufregung sein, schmerzhaften Reiz empfinden, Plat. ζεῖ καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται Phaedr. 251 c; eigtl. vom Weine, gähren, vgl. Plut. Hymp. 8, 10, 1; auch Dioscor. – Gew. übertr. unwillig, unzufrieden sein, seine Unzufriedenheit äußern, klagen, theils absolut, Plat. Phaed. 69 d; neben χαλεπῶς φέρω Dem. 37, 2; oder a) τινί, Xen. Hell. 5, 3, 3 u. 11; Plat. Phaed. 63 b u. sonst; Lys. 3, 16. – b) ἐπί τινι, Isocr. 4, 122. – c) mit dem acc. der pron. neutr., Plat. Phaed. 64 b; ταῦτα, ὅτι Euth. 4 c; ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγ. Luc. Tim. 17. – d) ὑπέρ τινος, Plat. Alc. I, 119 c u. oft; ὑπὲρ ἐμοῦ ὡς δεινὰ πάσχοντος Phaed. 115 e; περί τινος, Ep. 7, 349 d; N.T., Matth. 26, 24; πρός τι, Marc. 14, 4; Epict. man. 4. – Selten τινός, B. A. 334. – e) sehr häufig folgt ein Satz mit εἰ bei Plat. u. den Rednern, z. B. αὐτὸ τοῦτο ἀγ., εἰ τὰ μὲν χρήματα λυπεῖ τινας Dem. 8, 55; 54, 15; Isocr. 8, 42; Strato bei Ath. IX, 382 d (v. 17); ὡς, c. iud., Plat. Gora. 519 b; ein pattic., ἀγ. ἀποθνήσκοντας Phaed. 62 e; wozu auch ὡς tritt, Rep. I, 329 a Phaedr. 254 a. Plato verbindet es mit ἐπιθεάζω, Phaedr. 241 h; mit κλαίων, Phaed. 117 d; ἀγριαίνω, Legg. II, 666 e; σχετλιάζω, Gorg. 515 b; S9., wie Plut. Camill. 28; Herodian. πρός τινα, auf Jemand zürnen, Luc. κατά τινος, Tim. 13, 18. – Med., ἀγανακτησαμένηστῆς μητρός Luc. Homn. 4, = act.
French (Bailly abrégé)
ἀγανακτῶ :
impf. ἠγανάκτουν, f. ἀγανακτήσω, ao. ἠγανάκτησα;
litt. s'emporter, d'où
1 bouillonner, fermenter;
2 s'indigner, s'irriter : τινί, τι de qch ; avec un part. ou avec ὡς ATT s'indigner de ce que ; avec un rég. de pers. ἀγ. τινί, πρός τινα, κατά τινος s'irriter, s'indigner contre qqn;
Moy. ἀγανακτέομαι, ἀγανακτοῦμαι, m. sign.
Étymologie: ἄγαν, ἀκτός de ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰνακτέω: μέλ, -ήσω, κυρίως ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, αἰσθάνομαι σφοδρὸν ἐρεθισμὸν (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ ψύχους ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἱππ. 426. 6· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ περὶ τῆς ψυχῆς, Πλατ. Φαῖδρ. 251C· περὶ τοῦ οἴνου, = ζυμοῦμαι, Πλούτ. 2. 134Ε. ΙΙ. μεταφ., λυποῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, ἀγανακτῶ, ἀνιῶμαι, ὀργίζομαι, μηδ’ ἀγανάκτει, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 287· ἰδίως δεικνύω ἐξωτερικὰ σημεῖα λύπης, κλάων καὶ ἀγ., Πλάτ. Φαίδ. 117D, κτλ.: -ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀγ. ὅτι … Ἀντιφῶν, 126. 5, Λυσ. 96. 30, ἀγ. εἰ …, ἢ ἐάν …, Ἀνδ. 18. 16, Πλάτ. Λάχ. 194Α.
2) μετὰ δοτ. πράγμ., ὀργίζομαι, δυσαρεστοῦμαι διά τι, π.χ. θανάτῳ, Πλάτ. Φαίδ. 63Β· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Heind, Φαίδ. 64Α. ἀγ. ταῦτα ὅτι …, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4D· ὡσαύτως ἀγ. ἐπί τινι, Λυσ. 91. 5, Ἰσοκρ. 357Α, κτλ.· ὑπέρ τινος, Πλάτ. Εὐθύδ. 283D, κτλ. περί τινος, ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 349D· - διά τι, ὁ αὐτ. Φαίδ. 63C· πρός τι, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 4· καὶ ἐνίοτε μετὰ γεν. πράγματος Α. Β. 334. 3) ὀργίζομαι ἐναντίον τινὸς (προσώπου), τινί, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 11· πρός τινα, Πλούτ. Κάμ. 28· κατά τινος, Λουκ. Τίμ. 18: - ὡσαύτως μετὰ μετοχ. ὀργίζομαι διότι ἢ ὅταν …, ἀγ. ἀποθνήσκοντας, Πλάτ. Φαίδ. 62Ε, πρβλ. 67D· ἀγ. ἐνθυμούμενος …, Ἀνδοκ. 31. 24. ΙΙΙ. παρὰ Λουκιανῷ ἐν Ἐνυπν. 4, καὶ Ἀριστείδ., ἀγανακτεῖσθαι, ὡς ἀποθετ. = τῷ ἐνεργ. - Πρβλ. δι-, συν-, ὑπεραγανακτέω.
English (Abbott-Smith)
ἀγανακτέω, -ῶ (<ἄγαν, much, ἄχομαι, to grieve), [in LXX: Wi 5:22, 12:27, Da TH Bel 28, IV Mac 4:21*;]
to be indignant: Mt 21:15, 26:8, Mk 10:14, 14:4; seq. περί, Mt 20:24, Mk 10:41; seq. ὅτι, Lk 13:14 (v. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from agan (much) and achthos (grief; akin to the base of ἀγκάλη); to be greatly afflicted, i.e. (figuratively) indignant: be much (sore) displeased, have (be moved with, with) indignation.
English (Thayer)
(ῶ; 1st aorist ἠγανάκτησα; (as πλεονεκτέω comes from πλοενέκτης, and this from πλέον and ἔχω, so through a conjectural ἀγανάκτης from ἄγαν and ἄχομαι to feel pain, grieve (others besides)); to be indignant, moved with indignation: περί τίνος (cf. with § 33a.), ὅτι, Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀγᾰνακτέω: μέλ. -ήσω (ἄγαν),
1. αισθάνομαι μεγάλη οργή· μεταφ., λυπούμαι, δυσαρεστούμαι, ενοχλούμαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., οργίζομαι, δυσαρεστούμαι με κάτι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ισοκρ.· ὑπέρ τινος, διά τι, σε Πλάτ.
2. ενοχλούμαι εξαιτίας ενός προσώπου ή με ένα πρόσωπο· τινί, σε Ξεν.· πρός τινα, σε Πλούτ.· κατά τινος, σε Λουκ.· με αιτ. προσ., ἀγανακτέω τινὰς ἀποθνήσκοντας, είμαι εξοργισμένος με το θάνατό τους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνακτέω:
1 бурлить, (о вине) бродить (ζεῖν χαὶ ἀ. Plat., Plut.);
2 редко med. негодовать, возмущаться (τινι, τι, διά τι, περί и ὑπέρ τινος Plat. или ἐπί τινι Lys.): ἀ. τινι Xen., πρός τινα Plut. и κατά τινος Luc. возмущаться кем-л., сердиться на кого-л.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: be indignant, irritated (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Uncertain. Expressive formation in -ακτέω like ὑλακτέω (: ὑλάω) to *ἀγανάω? (cf. ἀγάνημαι ἀσχάλλω, ἀγανακτῶ H.), further to ἀγάομαι, ἄγαμαι (ἰσχανάω: ἴσχω usw.)?, Frisk Eranos 50, 8ff. Pinault RPh. 65 (1991 [1993]) 196-198 derives it from *ἀγα-νακτος too much pressed, from νάσσω.
Middle Liddell
ἄγαν
1. to feel irritation: metaph. to be vexed, annoyed, angry, discontented, Ar., Plat.; c. dat. rei, to be vexed at a thing, Plat.; ἐπί τινι Isocr., ὑπέρ τινος, διά τι Plat.
2. to be vexed at or with a person, τινί Xen.; πρός τινα Plut.; κατά τινος Luc.: c. acc. pers., ἀγ. τινὰς ἀποθνήσκοντας to be angry at their dying, Plat.
Frisk Etymology German
ἀγανακτέω: {aganaktéō}
Grammar: v.
Meaning: aufgeregt, entrüstet sein, att. und spät;
Derivative: davon ἀγανάκτησις Entrüstung
Etymology: Nicht sicher erklärt. Vielleicht expressive Bildung auf -ακτέω wie ὑλακτέω (: ὑλάω) zu *ἀγανάω (vgl. ἀγάνημαι· ἀσχάλλω, ἀγανακτῶ H.) und weiterhin zu ἀγάομαι, ἄγαμαι (ἰσχανάω: ἴσχω usw.) im Sinn von sich entrüsten. Frisk Eranos 50, 8ff.
Page 1,6-7
Chinese
原文音譯:¢ganaktšw 阿甘-阿克帖哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:非常-怨恨
字義溯源:大大痛苦,惱怒,氣忿,不悅,不喜悅;由(ἄγαμος)X*=多,甚)與(ἀχειροποίητος)X*=悲傷)組成;其中 (ἀχειροποίητος)X*出自 (ἀγκάλη)=手臂,而 (ἀγκάλη)又出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)。這字也譯為:不喜悅,氣忿;福音書中用此字七次,都是因著主耶穌所引起的,其中一次說到主的門徒責備人帶小孩子來見耶穌,而引起主的惱怒( 可10:14)
出現次數:總共(7);太(3);可(3);路(1)
譯字彙編:
1) 惱怒(3) 太20:24; 可10:14; 可10:41;
2) 氣忿的(1) 路13:14;
3) 很不喜悅(1) 可14:4;
4) 就很不喜悅(1) 太26:8;
5) 他們就惱怒(1) 太21:15
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=νοιώθω δυνατό ἐρεθισμό, ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ). Ἡ πιό πιθανή ἐτυμολογία του ἀπό τό ἄγαν + ἐνεγκεῖν (ἀόρ. β' τοῦ φἐρω). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγανάκτησις -εως (δυσαρέστηση), ἀγανακτητικός (=πού εὔκολα δυσαρεστεῖται, εὐερέθιστος), ἀγανακτητός (=ἐνοχλητικός), ἀγανακτητέον, ἀγανακτικός, ἀγανακτικῶς.
Lexicon Thucydideum
indignari, to be displeased, be angry, 8.43.4, 8.66.4.