ἀγρώστης
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ἀγρότης, Subst. and Adj., S.Fr.94, E.HF377 (lyr.), Rh.287, AP6.37, Call.Hec.1.1.13, v.l. in Theoc.25.48. 2 wild, κήυκες Babr.115.2. II hunter, A.R.4.175. 2 a kind of spider, Nic.Th.734.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώστης: -ου, ὁ, = ἀγρότης· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς (ἀγρέω), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, ἔνθα το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) εἶδος ἀράχνης, Νικ. Θ. 734.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀγρωστής A.R.4.175, EM α 195
I 1campesino A.Fr.46c.5, S.Fr.94, E.HF 377, Rh.287, Call.SHell.288.13.
2 de anim. que vive en el campo op. ὀρειονόμος: λύκοι Anaxil.12.
II tard. cazador A.R.4.175, de perros Epic.Alex.Adesp.SHell.939.21
•de ciertos anim. que se dedica a la caza, depredador del pez volador, Babr.115.2, de una araña, Nic.Th.734, cf. Sch.ad loc.
Greek Monotonic
ἀγρώστης: -ου, ὁ = ἀγρότης, ουσ. και επίθ., σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρώστης: ου ὁ поселянин, крестьянин Soph., Eur.