ἀράχνης
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἀράχνου, ὁ,
A spider, Hes.Op.777, Pi.Fr.296, A.Fr.121, Call. Com.2, Arist.HA623a30, al.; ἀραχνᾶν ἱστοί B.Fr.3.7.
II a kind of pulse, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Pi.Fr.296 (cód. -ης)
• Prosodia: [ᾰ-]
araña, ἀερσιπότητος ἀ. la araña que vuela alto (al dejarse llevar por el viento), Hes.Op.777, cf. Pi.l.c., A.Fr.121, Arist.HA 623a30, Chrysipp.Stoic.2.288.
German (Pape)
[Seite 344] ὁ, Spinne. Hes. O. 775; Pind. frg. 268; Aesch. frg. 104; Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
araignée.
Étymologie: v. ἀράχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀράχνης: ου ὁ Hes., Pind., Aesch., Arst. = ἀράχνη 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχνης: ὁ τὸ ἔντομον, ἀράχνη, «σφαλαγγοῦρι» Λατ. araneus (γνωστὸν παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐκ τοῦ ἀράχνιον), Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 775, Πινδ. Ἀποσπ. 268, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 119, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 49, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἀττ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ θηλ. ἡ ἀράχνη.
Greek Monotonic
ἀράχνης: ὁ, το έντομο αράχνη, Λατ. araneus, σε Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.).