ἀκαμαντολόγχας

Revision as of 11:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ὁ,    A unwearied at the spear, Pi.I.7(6).10.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντολόγχας
   1 unwearying with the spear, neverweary of battle Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν (I. 7.10)

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντολόγχᾱς) -ᾱ incansable con la lanza Σπαρτοί Pi.I.7.10.

Greek Monolingual

ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α)
ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός
«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + λόγχη.