ακάματος
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
(Α ἀκάματος, -ον και -ος, -άτη, -ον)
1. ακαταπόνητος, ακούραστος
«ακάματος εργάτης του καλού»
2. ο ακαμάτευτος (Ι)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος
«ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901)
2. που δεν ξεκουράζεται ποτέ, που δεν σταματά να παράγει αγαθά
«Γᾱν, ἄφθιτον, ἀκαμάταν» (Σοφ. Αντ. 339)
3. που δεν προξενεί κάματο, που δεν κουράζει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κάματος < κάμνω
βλ. ακάμας.
ΠΑΡ. ακαματοσιά, ακαματοσύνη].
(II)
-η, -ο
ο δροσερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κάμα].