ἀκοινωνία

Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A unsociableness, Pl.Ep.318e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοινωνία: ἡ, ἡ μὴ κοινωνικότης, διχόνοια, Ἐπιστ. Πλάτ. 318Ε.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 insociabilidad Pl.Ep.318e.
2 excomunión Thdr.Lect.HE M.86.189A.

Greek Monolingual

ἀκοινωνία, η (Α) κοινωνία
έλλειψη κοινωνικότητας.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοινωνία: ἡ необщительность или неприязнь Plat.