insociabilidad
From LSJ
Spanish > Greek
ἀπανθρωπία, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον, ἀκοινωνησία, τὸ ἀνεπικοινώνητον, δυσομιλία, ἀκοινωνία, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ ἀμείλικτον
ἀπανθρωπία, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον, ἀκοινωνησία, τὸ ἀνεπικοινώνητον, δυσομιλία, ἀκοινωνία, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ ἀμείλικτον