ἀλλοτριόχωρος
English (LSJ)
ον, A of strange land, J.AJ3.12.3, 8.7.5.
German (Pape)
[Seite 106] aus fremdem Lande, Ioseph.
Spanish (DGE)
-ον
de país extraño, extranjero τῶν τε ὁμοφύλων καὶ τῶν ἀλλοτριοχώρων I.AI 3.281, μὴ γαμεῖν τὰς ἀλλοτριοχώρους I.AI 8.192.
Greek Monolingual
ἀλλοτριόχωρος, -ον (Α)
από ξένη χώρα, αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + χώρα.