ἀνθεμουργός

Revision as of 13:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.

Greek Monolingual

ἀνθεμουργός, -όν (Α)
επίθ. της μέλισσας, επειδή εργάζεται το μέλι απ' τον χυμό των λουλουδιών.

Greek Monotonic

ἀνθεμουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεμουργός: ἡ цветочная работница, т. е. пчела Aesch.

Middle Liddell

[*ἔργω
working in flowers, of bees, Aesch.