ἀνθυπείκω
English (LSJ)
A yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.
German (Pape)
[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
ceder a su vez c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.Cor.18, cf. D.C.45.8.2
•abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.
Greek Monolingual
ἀνθυπείκω (Α) υπείκω
υποχωρώ με τη σειρά μου ή κάνω αμοιβαίες υποχωρήσεις έναντι κάποιου άλλου.
Greek Monotonic
ἀνθυπείκω: μέλ. -ξω, υποχωρώ αμοιβαία, εις ανταπόδοση, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπείκω: делать взаимные уступки (τινί Plut.); уступать (ἀλλήλοις Plut.).