ἀπηρής

Revision as of 14:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A = ἄπηρος, unh armed, A.R.1.888 (ap.EM122.4; ἀπήμοσιν codd.), v.l. A.R.1.556 (on the accent v. Hdn.Gr.1.7).

German (Pape)

[Seite 290] ές (πηρός), nicht verstümmelt, unversehrt, Ap. Rh. 1, 888.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηρής: -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ἀπαρές Hsch.
incólume, indemne ἑταῖροι A.R.1.888, cf. EM 122.4G., ἀπαρές· ὑγιές Hsch.
incólume, sin desastres νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.

Greek Monolingual

ἀπηρής, -ές κ. ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πηρός «σακάτης»].