σακάτης

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

Greek Monolingual

ο, θηλ. σακάτισσα, Ν
άτομο που παρουσιάζει σοβαρές ή και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sakat].