σακάτης

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο, θηλ. σακάτισσα, Ν
άτομο που παρουσιάζει σοβαρές ή και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sakat].