ἀποψέ

Revision as of 15:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.   A late, A.D.Synt.304.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποψέ: ἐπίρρ. ὀψέ, ἀργά, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 336.

Spanish (DGE)

adv. tarde A.D.Synt.304.16, cf. 336.25.

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας
2. σήμερα το βράδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απόψε < αρχ. απο -ψέ < απ' οψέ].