ἀροτροπόνος

Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτροπόνος: пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).

Middle Liddell

working with the plough, Anth.