ἀσπίστωρ

Revision as of 15:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ορος, ὁ,    A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.

Spanish (DGE)

-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.

Greek Monotonic

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπίστωρ: ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.).

Middle Liddell

ἀσπίς = ἀσπιστής
κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, Aesch.