ἀστερίτης

Revision as of 15:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(sc. λίθος), ὁ, name of a    A mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίτης: ὁ, λίθος τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς φίλτρον» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ n. de una piedra preciosa legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.Etym.16.10.3.

Greek Monolingual

ἀστερίτης, ο (Α) αστήρ
ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.