ἀστερίτης

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίτης Medium diacritics: ἀστερίτης Low diacritics: αστερίτης Capitals: ΑΣΤΕΡΙΤΗΣ
Transliteration A: asterítēs Transliteration B: asteritēs Transliteration C: asteritis Beta Code: a)steri/ths

English (LSJ)

(sc. λίθος), ὁ, name of a mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ n. de una piedra preciosa legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.Etym.16.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίτης: ὁ, λίθος τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς φίλτρον» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.

Greek Monolingual

ἀστερίτης, ο (Α) αστήρ
ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.