ἀσυνήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A not comprehending, A.Ag.1060.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήμων: παλ. Ἀττ. ἀξυνήμων, ον, = ἀσύνετος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1060: ― ἀσυνημονέω = ἀσυνετέω, Τζέτζ. Ἐπιστ. 19. σ. 46, 6.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀσύνετος.
Greek Monolingual
ἀσυνήμων, -ον (Α) συνίημι
ο μη νοήμων, αυτός που δεν καταλαβαίνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀσυνήμων: αρχ. Αττ. ἀ-ξυνήμων, -ον, = ἀσύνετος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνήμων: староатт. ἀξυνήμων 2, gen. ονος непонимающий Aesch.
Middle Liddell
= ἀσύνετος, Aesch.]