ἀσυνάντητος

Revision as of 16:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.

Spanish (DGE)

-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.

Greek Monolingual

και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.