ἀσυνάντητος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἀσυνάντητον, not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Greek Monolingual
και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.