ἁλίζωνος

Revision as of 16:12, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A sea-girt, Call.Sos.24, AP7.218 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 96] meerumgürtet, Κόρινθος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσθμός 48, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίζωνος: -ον, = ὁ περιεζωσμένος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré ou bordé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ζώνη.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]
ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.

Greek Monolingual

ἁλίζωνος, -ον (Μ)
αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.

Greek Monotonic

ἁλίζωνος: -ον (ἅλς, ζώνη), περιζωσμένος από θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίζωνος: опоясанный морем (Κόρινθος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ζώνη
sea-girt, Anth.