ἄγγελμα

Revision as of 16:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A message, tidings, E.Or.876, Th.7.74, etc.

German (Pape)

[Seite 10] τό, Botschaft, Nachricht, Eur. Cr. 875; Thuc. 7, 74; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγελμα: τό, μήνυμα, παραγγελία, εἴδησις, Εὐρ. Ὀρ. 876, Θουκ. 7. 74, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
message, nouvelle.
Étymologie: ἀγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mensaje πολεμίων πάρα ἄ. E.Or.876, πρὸς τὸ ἄ. Th.7.74, κρυπτὰ ἀγγέλματα Hdn.7.6.5.

Greek Monotonic

ἄγγελμα: -ατος, τό, μήνυμα, ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἄγγελμα: ατος τό весть, известие, сообщение Eur., Thuc.

Middle Liddell


a message, tidings, news, Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

message, tidings, what is announced