ἀόμματος
English (LSJ)
ον, A = ἀνόμματος, Tz.H.1.538.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόμματος: -ον, = ἀνόμματος, τυφλός, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 538 Βοασσ., καὶ ἄλλοι.
Spanish (DGE)
-ον
invidente de pers., Bas.Sel.Or.M.85.305B
•que no tiene ojos οἱ ἀνδριάντες Tz.H.1.541.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀόμματος, -ον) όμμα
αυτός που δεν έχει ικανότητα όρασης, τυφλός.