ἄλεσμα

Revision as of 16:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A anything ground, ἐλαιῶν EM216.22.

German (Pape)

[Seite 93] τό, u. ἀλεσμός, ὁ, dasselbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεσμα: -ατος, τό, = ἄλευρον, Τζέτζ.

Greek Monolingual

το (Μ ἄλεσμα) ἀλῶ
αυτό που αλέστηκε, το προϊόν της άλεσης
νεοελλ.
1. το να αλέθει κανείς, η άλεση
2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.