ατος, τό, A anything ground, ἐλαιῶν EM216.22.
[Seite 93] τό, u. ἀλεσμός, ὁ, dasselbe, Sp.
ἄλεσμα: -ατος, τό, = ἄλευρον, Τζέτζ.
το (Μ ἄλεσμα) ἀλῶαυτό που αλέστηκε, το προϊόν της άλεσηςνεοελλ.1. το να αλέθει κανείς, η άλεση2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.