ἀλεσμός
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ὁ, grinding, J.AJ 3.10.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 tortura por prensamiento ἀλεσμοὶ ὅλου τοῦ σώματος Ign.Rom.5.3.
2 piedra de molino Sm.La.5.13.
Greek Monolingual
ἀλεσμός, ο (Α) ἀλῶ
άλεση, άλεσμα.
German (Pape)
ὁ, das Mahlen, Sp.