ἄνοικος

Revision as of 16:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A houseless, homeless, ἄ. ποιέειν τινά Hdt.3.145; cf. ἄοικος.

German (Pape)

[Seite 240] ohne Haus, ἄνοικον ποιεῖν, = ἐκβάλλειν, s. ἄοικος u. Lob. Phryn. 731.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοικος: -ον, = ἄοικος, ὁ μὴ ἔχων οἶκον ἢ οἰκογένειαν, ἀνέστιος, ἄν. ποιέειν τινὰ Ἡρόδ. 3. 145· πρβλ. ἄοικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans résidence.
Étymologie: ἀ, οἶκος.

Spanish (DGE)

-ον
carente de hogar ὁρέων δὲ τοὺς Πέρσας ... σε ... ἄνοικον ποιέοντας viendo que los persas te dejan sin hogar Hdt.3.145.

Greek Monolingual

ἄνοικος, -ον (Α) οίκος
αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος.
-ή, -ό(ν)
αυτός που πάσχει από άνοια.

Greek Monotonic

ἄνοικος: -ον = ἄ-οικος, άστεγος, ανέστιος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοικος: бездомный, лишенный крова Her.

Middle Liddell

= ἄοικος,]
houseless, homeless, Hdt.