άστεγος

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + -στεγος < στέγη).