ἐκφαντορικός

Revision as of 17:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.

German (Pape)

[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 que manifiesta o revela, revelador, iluminador c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. δύναμις Procl.Theol.Plat.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον γάρ ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.in Cra.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. ἀγαθωνυμία Dion.Ar.DN 3.1, cf. CH 4.4
de las funciones sacerdotales simbólicamente revelador Dion.Ar.EH 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.
2 adv. -ῶς en forma místicamente reveladora ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.CH 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.DN 1.4.

Greek Monolingual

ἐκφαντορικός, -ή, -όν (AM)
Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός
II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς
ερμηνευτικὼς, παραστατικώς.