οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
-ή, -ό (Α ἀποκαλυπτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη
2. αυτός που αναφέρεται στην αποκάλυψη ή ανήκει σ' αυτήν
αρχ.
όποιος είναι άξιος να δεχτεί την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού.