εξαγγελτικός
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαγγελτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος
νεοελλ.
μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» — το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα
αρχ.
1. αυτός που φέρνει αγγελία, είδηση, πληροφορία
2. (με γεν.) εκφραστικός («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)
3. συνεκδ. φλύαρος, κουτσομπόλης («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», Αριστοτ.).