ἐκφυής

Revision as of 17:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A abnormally developed, τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς Vett. Val.110.15; projecting, Procl.Hyp.3.16.    II eminent, extraordinary. Adv. -ῶς App.Ill.25.

German (Pape)

[Seite 786] ές, übernatürlich, außerordentlich, zw. – Adv., App. Illyr. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφυής: -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. ὑπέροχος, διαπρεπής. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25.

Spanish (DGE)

-ές
I 1desarrollado γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos Procl.Hyp.3.16.
2 desarrollado de forma anormal ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.
II adv. -ῶς naturalmente, de natural πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales App.Ill.25.

Greek Monolingual

ἐκφυής, -ές (Α)
Ι. 1. αυτός που προεξέχει
2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος
3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής
II. επίρρ. εκφυώς
έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα.