υπέροχος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέροχος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, -ον, Α ὑπερέχω
αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ.
δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη», Οππ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπέροχο
(φιλοσ.) αισθητική κατηγορία, βασική έννοια της καντιανής αισθητικής, που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το ωραίο αλλά ταυτόχρονα διαφέρει από αυτό, επειδή στο υπέροχο η αρέσκεια θεμελιώνεται στην έκταση, στην ποσότητα του αντικειμένου και όχι στην ποιότητα, όπως συμβαίνει στο ωραίο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροχα
με εξαίρετο, με θαυμάσιο τρόπο.
επίρρ...
υπέροχα και, λόγιος τ., υπερόχως Ν
με έξοχο, με θαυμάσιο τρόπο.