ἐξάγγελτος

Revision as of 18:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.

Greek Monolingual

ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάγγελτος: сообщенный: ἐ. γενέσθαι Thuc. быть узнанным.

Middle Liddell

ἐξάγγελτος, ον [from ἐξάγγελος adj
told of, denounced, Thuc.