έκδηλος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκδηλος, -ον)
ολοφάνερος, καταφανής (α. «η έκδηλη προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια» β. «πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα», Δημ.)
αρχ.
έξοχος, εξαίρετος.