ἐξακόντισμα

Revision as of 18:34, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A jet, αἵματος Sch.Od.22.19.

German (Pape)

[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.

Spanish (DGE)

-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.

Greek Monolingual

ἐξακόντισμα, το (Α) εξακοντίζω
αυτό που εξακοντίζεται.