ἐξακόντισμα

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰκόντισμα Medium diacritics: ἐξακόντισμα Low diacritics: εξακόντισμα Capitals: ΕΞΑΚΟΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: exakóntisma Transliteration B: exakontisma Transliteration C: eksakontisma Beta Code: e)cako/ntisma

English (LSJ)

-ατος, τό, jet, αἵματος Sch.Od.22.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.

German (Pape)

[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.

Greek Monolingual

ἐξακόντισμα, το (Α) εξακοντίζω
αυτό που εξακοντίζεται.