ἐξυδρίας

Revision as of 18:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἄνεμος    A rainy wind, Arist.Mu.394b19, Ach.Tat.Intr.p.68 M.

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, Wind mit Regen, Arist. mund. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυδρίας: ἄνεμος, ὁ μετὰ ῥαγδαίας βροχῆς πνέων, οἱ μεθ’ ὕδατος ἀθρόως ῥαγέντες ἐξυδρίαι (ἄνεμοι) λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 11.

Greek Monolingual

ἐξυδρίας, ο (Α)
άνεμος που πνέει με ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + θ. υδρ- (ύδωρ) + επίθημα -ίας].

Russian (Dvoretsky)

ἐξυδρίας: ὁ ветер, несущий дождливую погоду Arst.