ἐπαναίρεσις

Revision as of 19:04, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A slaughter, destruction, Plb.2.37.8: pl., μεγάλαι ἀνθρώπων ἐ. Nech. in Cat.Cod.Astr.7.140.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, das aus dem Wege Schaffen, Tödten, Pol. 5, 55, 4 u. öfter; Zerstörung, 2, 37, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναίρεσις: -εως, ἡ, φόνος, ὄλεθρος, καταστροφή, Πολύβ. 5. 55, 4, 2. 37, 8.

Greek Monolingual

ἐπαναίρεσις, η (Α)
1. καταστροφή, όλεθρος
2. φόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναίρεσις: εως ἡ истребление, уничтожение Polyb.