ον, A = ἱμαῖος, Hsch. s.h.v. (ἐπανταῖος cod.).
ἐπαντλαῑος και ἐπάντλειος, ο (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἱμαῑος, τὸ ᾆσμα ὅ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί».