ἐπάντλειος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντλειος: ἢ ἐπαντλαῖος, = ἱμαῖος, «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.