τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἐπάντλειος: ἢ ἐπαντλαῖος, = ἱμαῖος, «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.