ᾆσμα
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
-ατος, τό, (ᾄδω) song, esp. lyric ode, hymn, Pl.Prt. 343csq., Alex.19, Luc.Salt.16; ᾆ. μετὰ χοροῦ SIG648B7 (Delph., ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): jón. poét. ἄεισμα Hdt.2.79, Call.Epigr.27.1, Fr.1.3, en boca de un laconio, Ar.Lys.1244
• Morfología: [gen. lat. asmatis Mar.Vict.116.18]
canto, cantar, canción ref. a diferentes géneros: de la poesía de Homero, I.Ap.1.12, de la de Hesíodo Ἡσιόδου τό τ' ἄεισμα καὶ ὁ τρόπος Call.Epigr.27.1, ἓν ἄισμα διηνεκές Call.Fr.1.3, τὸ ᾆ. ταῖς θεαῖς D.Chr.12.23, del endecasílabo sáfico, Mar.Vict.l.c., de Alceo, Heph.10.6, de Simónides, Pl.Prt.339b, de Píndaro, Pl.Grg.484b, de un poeta cómico, Alex.19, de un canto mítico sobre Apolo y Dafne, Ach.Tat.1.5.5, del pueblo de Israel ᾖσεν Ἰσραὴλ ᾆ. τοῦτο LXX Nu.21.17, del cisne, D.P.Au.2.20, ᾄσματα γυναικῶν D.Chr.32.62, de himnos fálicos ὕμνεον ᾆ. αἰδοίοισιν Heraclit.B 15, de los cantos por Lino, Hdt.2.79, de encomios ἐς τὼς Ἀσαναίως ... ἄεισμα Ar.l.c., de cantos eróticos νυκτερίν' ηὗρε μοιχοῖς ἀείσματ' Eup.148, ἐρωτικὸν ᾆ. Luc.DMar.1.4, ᾆ. πόρνης LXX Is.23.15, ᾄσματα αἰσχρά Amph.Seleuc.100, de cantos corales μετὰ χοροῦ FD 3.128.7 (II a.C.), de hiporquemas τοῖς χοροῖς ... γραφόμενα ... ᾄσματα ὑπορχήματα ἐκαλεῖτο Luc.Salt.16, cf. Philostr.VS 620, de cantos satíricos ᾄσματα καὶ σκώμματα Plu.Per.33, ᾄσματα πονηρά Plu.2.19f., de cantos guerreros Ἀρήϊα Polyaen.1.20.1, de cantos rítmicos de remeros τὰ τῶν κελευσμάτων ᾄσματα Longus 3.21.3, cf. 3.22.1, de salmos y cantos espirituales crist., Dion.Ar.EH M.3.429C, Clem.Al.Prot.1.2, 5, 6
•op. λόγος Pl.Lg.723c, X.Cyr.3.3.55
•op. τρόπος: τὸν ποιητὴν ... λέγειν οὐκ ᾄσματα νέα, ἀλλὰ τρόπον ᾠδῆς νέον Pl.R.424c
•como tít. ᾆσμα ᾀσμάτων Cantar de los Cantares LXX Ca.1.1, Amph.Seleuc.275.
German (Pape)
[Seite 372] τό, das Gesungene, Gesang, lyr. Gedicht, Plat. Prot. 343 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chant, chanson ; ode lyrique.
Étymologie: ᾄδω.
Greek Monotonic
ᾆσμα: -ατος, τό (ᾄδω), άσμα, λυρική ωδή ή τραγούδι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ᾆσμα: ατος τό песнь, песня Plat., Plut.
Middle Liddell
[ἄιδω]
a song, a lyric ode, or lay, Plat.