ἐπιβύστρα

Revision as of 19:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A stopper, stoppage, ὤτων Luc.Lex.1.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Verstopfende, der Pfropfen, Luc. Lexiph. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβύστρα: ἡ, ἡ ἐπιβύουσα, ἀποφράττουσα, ἀπέστω δὲ (ἐκ τῶν ὤτων) ἡ ἐπιβύστρα ἡ κυψελὶς Λουκ. Λεξιφ. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bouchon.
Étymologie: ἐπιβύω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιβύστρα)
βύσμα, βούλωμα
νεοελλ.
η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. της λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβύστρα: ἡ затычка, пробка Luc.