ἐπιμελητέον

Revision as of 19:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A one must take care of, pay attention, ἐ. ὅπως… Pl.R.618c; τινός X.Mem.2.1.28; περί τι Arist.Pol.1334b31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· περί τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.

Greek Monotonic

ἐπιμελητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιμελέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.